- ξυπολάω
- μετ. снимать с кого-л. обувь;
ξυπολιέμαι — снимать обувь, разуваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυπολιέμαι — снимать обувь, разуваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυπολύνω — και ξυπολάω (Μ ξυπολάω) μέσ. ξυπολιέμαι αφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητος νεοελλ. αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπο λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Οι … Dictionary of Greek
ξυπολιέμαι — ξυπολιέμαι, ξυπολύθηκα βλ. πίν. 183 Σημειώσεις: ξυπολιέμαι : ως παράγωγο του ξυπόλυτος (από το αρχ. ρ. εξυπολύω) διατηρεί στον αόριστο το υ (ξυπολύθηκα), λόγω της σχέσης με το ρ. λύω. Η προέλευση από ρ. ξυπολάω δε φαίνεται πιθανή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής